Αντιστροφές
Μές στην ψυχή του αρχιτέκτονα υπάρχει συχνά ένας πραγματικός διχασμός που αντιπαραθέτει μια καλλιτεχνική φύση και ένα κατασκευαστικό ορθολογισμό. Πολλοί αρχιτέκτονες ζωγραφίζουν, ή εκφράζουν τα εικαστικά τους ενδιαφέροντα με όλων των ειδών τους τρόπους, χωρίς να εξαιρούνται η μουσική, το θέατρο και ο κινηματογράφος.
Αν περιοριστούμε στις δύο διαστάσεις της ζωγραφικής, το καλύτερο ίσως παράδειγμα της δισυπόστατης δημιουργίας μας το προσφέρει ο Le Corbusier. Από το 1917, που εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ως το 1965 που έφυγε κολυμπώντας στη Μεσόγειο, είχε μοιράσει τη ζωή του κυριολεκτικά ανάμεσα στο εργαστήρι της ζωγραφικής και το εργαστήρι της αρχιτεκτονικής.
Όλα τα πρωινά ζωγράφιζε και όλα τα απογεύματα έκανε αρχιτεκτονική, βρίσκοντας χρόνο για να μελετά, να γράφει και να ταξιδεύει. Πολλές από τις φωτογραφίες των ώριμων χρόνων του μας δείχνουν το ανήσυχο πνεύμα του σκυμμένο σε ένα καμβά, σε ένα χώρο δουλειάς που είναι το άνδρο ενός ζωγράφου, και άλλες φορές τον βλέπουμε να ηγείται ενός εργαστηρίου αρχιτεκτόνων, να απλώνει το χέρι πάνω από τη μακέτα μιας πόλης και να ορίζει τον τρόπο ζωής.
Στα νιάτα του προσπάθησε να υπερβεί τον κυβισμό, αναζητώντας – με τη βοήθεια ενός μέντορα, του Amedee Ozenfant – το νόημα του πουρισμού. Αλλά το νόημα που ζητούσε τελικά το βρήκε στην αρχιτεκτονική. Ο Le Corbusier ήταν αρχιτέκτονας, δεν ήταν ζωγράφος – και ας άφησε αμέτρητα σχέδια, πίνακες, υφαντά και γλυπτά. Η ματιά, το θέμα, η γραμμή, το mariage des contours, δεν είναι μέρη από τη δουλειά του εικαστικού, αλλά μια άσκηση υπομονετικού γητευτή των υλικών μορφών. Δύσκολη δουλειά, που οικοδομεί το περιβάλλον ζωής, τις αισθητικές συνειδήσεις, το μέλλον της πόλης, τα κτίρια και τους δημόσιους χώρους της καθημερινής εκπαίδευσης. Αυτή είναι η δουλειά ενός αρχιτέκτονα! Στο έργο του, η σχέση ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής είναι σαφώς προσανατολισμένη, ιεραρχημένη, είναι πραγματική σπουδή.
Η αντιστροφή της οδηγεί στο εργαστήριο της ζωγραφικής. Η πόλη της καθημερινής ζωής, οι άνθρωποι μες τη βουή και μες την αγωνία της ανατροπής, το κοινωνικό συμβόλαιο, ο κόσμος σαν υπνοδωμάτιο, σαν πλατεία, ή σαν διάβαση ενός φωτεινού σηματοδότη, είναι το πλαίσιο προβληματισμού, είναι η τροφοδοσία μιας αναζήτησης που υπερβαίνει το ατομικό, είναι μια υπόγεια διαδρομή.
Η άσκηση είναι τώρα μια ματιά στο ανάστατο ερωτικό κρεβάτι, στην πλατεία που είναι γεμάτη, στο ίδιο περιβάλλον ζωής, τις αισθητικές συνειδήσεις, το μέλλον της πόλης, τα κτίρια και τους δημόσιους χώρους της καθημερινής εκπαίδευσης, που χτίζουν τα εικαστικά έργα, τα εκφραστικά σημαίνοντα, τα ανατρεπτικά ζητούμενα, στο ίδιο πάντρεμα περιγραμμάτων, που όταν το δεις από τη μια μεριά το λένε αρχιτεκτονική, και όταν κοιτάξεις από την άλλη είναι η ζωγραφική.
Δεν μιλάμε όμως για το ίδιο πράγμα. Είναι άλλα τα μέσα, είναι άλλοι οι στόχοι, και άλλα τα αποτελέσματα. Στις διαδρομές αυτές, η πόλη είναι το πεδίο συνάντησης εκείνων που οραματίζονται και εκείνων που ζουν. Το κοινό τους βίωμα προβάλλεται εικονοκλαστικά, εικονολατρικά, ενεργητικά, σε αυτό που όλοι βλέπουμε όταν κλείνουμε τα μάτια. Το όραμα ενός κόσμου που τρέφει η δημιουργική φαντασία αλλά κατασκευάζει η λογική. Στο τέλος των διαδρομών αυτών υπάρχει ένα πλήθος αντιστροφών, που υπόσχονται και προκαλούν ταυτόχρονα στο ιδανικό ενδιάμεσο της μαγείας που αιχμαλωτίζει το βλέμμα εμπρός στο έργο της ζωγραφικής και ταράζει το πνεύμα στη σωματική επαφή με το έργο της αρχιτεκτονικής.
Παναγιώτης Τουρνικιώτης
Αναπληρωτής καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ